Αυτή είναι μια από τις βασικές σκέψεις των τεσσάρων πρακτικών της Τριμελούς Επιτροπής Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έθεσαν προθεσμία δύο μηνών στο υπουργείο Οικονομικών για να συμμορφωθεί προς την τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για τους ενστόλους όλων των Σωμάτων.
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι σε περίπτωση διαμόρφωσης του νέου μισθολογίου, οι αποδοχές των στρατιωτικών και των υπαλλήλων των Σωμάτων δεν μπορεί να είναι κατώτερες εκείνων που είχαν διαμορφωθεί πριν την εφαρμογή του μνημονιακού νόμου 4093/2012, με τον οποίο μειώθηκαν οι αποδοχές των ενστόλων. Γιατί αν γίνει κάτι τέτοιο τότε ισοδυναμεί με παραβίαση του δεδικασμένου.
Υπενθυμίζεται ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ τον περασμένο Ιανουάριο έκρινε ομόφωνα ότι οι περικοπές των αποδοχών των ενστόλων που έγιναν αναδρομικά από τη 1η Αυγούστου 2012 είναι αντισυνταγματικές και υποχρέωσε την Κυβέρνηση να καταβάλει αναδρομικά τις διαφορές των αποδοχών τους και να επαναφέρει το μισθολόγιο στο παλαιό καθεστώς.
Να σημειωθεί, ότι το υπουργείο Οικονομικών έως σήμερα δεν έχει λάβει υπόψη του την απόφαση του ΣτΕ και για το λόγο αυτό οι ένστολοι κατέθεσαν τον περασμένο μήνα αιτήσεις στην Επιτροπή Συμμόρφωσης.
Με τις αιτήσεις τους ζητούν να συμμορφωθεί η κυβέρνηση στην αμετάκλητη δικαστική απόφαση της Ολομέλειας και να της επιβληθούν κυρώσεις.
Συγκεκριμένα κατέθεσαν αιτήσεις η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος, η Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Αττικής, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας.
Προηγουμένως, οι ένστολοι είχαν στείλει (19.6.2014) εξώδική δήλωση στο υπουργείο Οικονομικών για την ανδράνεια συμμόρφωσης του προς την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Το υπουργείο Οικονομικών διατύπωσε στους ενστόλους την πρόθεση του να προβεί στην εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ «κατόπιν, ωστόσο, συνεκτιμήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής, τις εξ αυτού απορρέουσες δεσμεύσεις και τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας».
Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται, επίσης, ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών έχουν «εκκινήσει τη διαδικασία αποτίμησης του δημοσιονομικού κόστους και της συνακόλουθης επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού τόσο για το τρέχον έτος όσο και για τα επόμενα έτη, δεδομένου ότι η εν λόγω δαπάνη δεν είχε προβλεφθεί κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2014, ούτε, άλλωστε, είχε περιληφθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής για τα έτη 2015 – 2018, το οποίο εγκρίθηκε με τον προγενέστερο της δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως ν. 4263/2014».
Σύμφωνα με την εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών «για την αποτίμηση των δημοσιονομικών συνεπειών, λόγω του μεγάλου αριθμού των προσώπων στα οποία αφορά η απόφαση, πρέπει να παρασχεθεί επαρκής χρόνος, μόνον δε μετά την οριστικοποίηση της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει «το εν λόγω ζήτημα να συμπεριληφθεί μεταξύ των θεμάτων που θα τεθούν σε διαβούλευση κατά τη διάρκεια των συνεχών διαπραγματεύσεων, μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Τρόικας, οι οποίες θα αρχίσουν στις 2.9.2014 και, ειδικότερα, κατά το τέλος του δευτέρου 15νθημέρου του Σεπτεμβρίου 2014, προκειμένου να διασφαλισθεί η σύμφωνη γνώμη των εταίρων για την κάλυψη του πιθανολογούμενου σοβαρού δημοσιονομικού κόστους που θα επέλθει».
Κατόπιν αυτών, η Επιτροπή Συμμόρφωσης του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου υπό των πρόεδρο της Σωτήρη Ρίζο, εξέδωσε τέσσερα πρακτικά (10-13/2014) με τα οποία θέτει προθεσμία δύο μηνών στο υπουργείο για να συμμορφωθεί προ της απόφαση της Ολομέλειας.
Εκτός από τον πρόεδρο του ΣτΕ κ. Ρίζο, μέλη της Επιτροπής είναι οι σύμβουλοι Επικρατείας Ευθύμιος Αντωνόπουλος και Δημήτρης Αλεξανδρής.
Στα πρακτικά της Επιτροπής αναφέρεται ότι η κυβέρνηση «παρά την παρέλευση χρονικού διαστήματος μείζονος του διμήνου από την δημοσίευση της αποφάσεως (13.6.2014), σε ουδεμία ενέργεια προς υλοποίησή της προέβη».
Και ναι μεν, συνεχίζει το πρακτικό, «λόγω των εγγενών δυσχερειών που συνδέονται με την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής, εχούσης σημαντικές δημοσιονομικής φύσεως συνέπειες, οι οποίες πράγματι πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο επισταμένης μελέτης εκ μέρους των αρμοδίων υπηρεσιών, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από τη διοίκηση η άμεση λήψη όλων των αναγκαίων για την υλοποίηση της αποφάσεως μέτρων εντός του, κατά τα ανωτέρω, χρονικού διαστήματος».
Πλην, όμως, «η διοίκηση θα έπρεπε να έχει ήδη εκκινήσει τη διαδικασία αυτή και να έχει, τουλάχιστον, καταλήξει σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειες της αποφάσεως και τον τρόπο αντιμετωπίσεώς τους, να έχει δε δρομολογήσει τη διαδικασία επιστροφής των αποδοχών που οι υπηρετούντες ένστολοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν λόγω της αναδρομικής εφαρμογής του νόμου 4093/2012 και εν συνεχεία την αποκατάσταση του μισθολογίου τους».
Και υπογραμμίζεται στα πρακτικά της Επιτροπής: «Δεν συνιστά, αντιθέτως, συμμόρφωση της διοικήσεως η αόριστη αναφορά περί αποτιμήσεως του εν γένει δημοσιονομικού κόστους που συνεπάγεται η εφαρμογή της, ούτε, άλλωστε, η εκδήλωση της σαφούς προθέσεώς της για εφαρμογή της επίμαχης δικαστικής αποφάσεως και η αδιάστικτη αναγνώριση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς της».
Εξάλλου, -συνεχίσουν τα πρακτικά- τα αναφερόμενα στις απόψεις της διοικήσεως, με τα οποία επιχειρείται σύνδεση του ζητήματος της συμμορφώσεως προς τις προβλέψεις διαφόρων νομοθετημάτων (π.χ. Ν. 4263/2014) ή τη διαπραγμάτευση του ίδιου ζητήματος με την λεγόμενη Τρόικα, δεν συνιστούν νόμιμα εμπόδια για την αιτούμενη συμμόρφωση ούτε δικαιολογούν προσωρινή αποχή από αυτήν, ως μη βασιζόμενα σε κάποια συνταγματική διάταξη ή αρχή».
Δεν παραλείπει η Επιτροπή να επισημάνει ότι το υπουργείο Οικονομικών έχει την δυνατότητα να προβεί στην «κατάρτιση νέου μισθολογίου για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας επί τη βάσει των κριτηρίων που τέθηκαν με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας».
Πάντως, τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «στην περίπτωση, αυτή, κατά τη διαμόρφωση του νέου μισθολογίου, οι αποδοχές των στρατιωτικών και των υπαλλήλων των Σωμάτων Ασφαλείας δεν μπορούν να καθορισθούν σε επίπεδα αντίστοιχα και, κατά μείζονα λόγο, κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί κατ’ εφαρμογήν του Ν. 4093/2012, καθόσον μία τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με παραβίαση του δεδικασμένου που απορρέει από την ακυρωτική απόφαση και θα συνιστούσε, κατ’ επέκταση, περίπτωση μη συμμορφώσεως της διοικήσεως προς την απόφαση αυτή».
Τέλος, η Επιτροπή θα συνέλθει και πάλι στο τέλος του ερχόμενου Νοεμβρίου για να εξετάσει εάν το υπουργείο Οικονομικών έχει συμμορφωθεί ή όχι.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
HELLAS 2 NEWS blogg