Η απάντηση των Βρετανών στις Βρυξέλλες ήρθε χτες, έναν χρόνο ακριβώς από τη λύση του δράματος, που τότε είχε τίτλο Grexit.
Ο άνθρωπος που θα αναλάβει το Brexit για λογαριασμό του Λονδίνου ονομάζεται Ντέιβιντ Ντέιβις (David Davis) και κρατά το πλέον κρίσιμο χαρτοφυλάκιο της νέας βρετανικής κυβέρνησης.
Η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερίσα Μέι (Theresa May) διόρισε τον Ντέιβις επικεφαλής ενός νέου υπουργείου, το οποίο θα οργανώσει τις διαπραγματεύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕE. Ήδη, τα βρετανικά και διεθνή μέσα κάνουν λόγο για «υπουργείο Brexit».
Ο Ντέιβις θα σταθεί απέναντι στον 50χρονο Βέλγο διπλωμάτη Ντιντιέ Ζέους (Didier Seeuws)
Έχοντας ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα ως πρόεδρος της νεολαίας του κόμματος το 1973, χρονιά στην οποία το Ηνωμένο Βασίλειο εισήλθε στην ΕΟΚ. Από το 1987 εκλέγεται βουλευτής σε εκλογική περιφέρεια του Γιόρκσαϊρ (Yorkshire) στον αγγλικό Βορρά. Τo 1992, υπήρξε ο εισηγητής της κυβερνητικής πλειοψηφίας στο Westminster για την αποδοχή της συνθήκης του Μάαστριχτ, αναλαμβάνοντας να πειθαρχήσει τους βουλευτές που αντιδρούσαν στην εγκαθίδρυση μιας βαθύτερης Ένωσης. Προτού εκλεγεί βουλευτής, ο Ντέιβις εργαζόταν επί δύο σχεδόν δεκαετίες ως ασφαλιστικός υπάλληλος στην αγροτοβιομηχανική πολυεθνική Tate and Lyle.
Το 1994-1997 υπήρξε ο αρμόδιος υφυπουργός για θέματα Ευρώπης στην κυβέρνηση του Τζον Μέιτζορ (John Major), πριν από την υπερδεκαετή κυριαρχία των Νέων Εργατικών του σκωτσέζικου διδύμου Τόνι Μπλερ (Tony Blair) και Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown). Έγινε έτσι το πρόσωπο της Βρετανίας στις διαπραγματεύσεις για την διεύρυνση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Αν και υπήρξε ο πιο ευρωσκεπτικιστής υπουργός του Μέιτζορ, προώθησε μέχρι τέλους την φιλοευρωπαϊκή πολιτική που ανέδειξε τον τελευταίο στη θέση της Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher). Σήμερα υποστηρίζει ότι αυτή η στάση που είχε κρατήσει τότε ήταν ουσιαστικά μια επιλογή του μικρότερου κακού: στην περίπτωση που οι Τόρηδες υποχωρούσαν και το τιμόνι της χώρας έπιαναν οι Εργατικοί, η Βρετανία θα ήταν σήμερα μέλος της ευρωζώνης.
To 2001-2002, ανέλαβε πρόεδρος του Συντηρητικού κόμματος υπό τον Ιαν Ντάνκαν Σμιθ (Iain Duncan Smith), θέση στην οποία τον διαδέχθηκε η Τερίσα Μέι με απόφαση του Σμιθ. Στο αμέσως επόμενο διάστημα, το 2002-2003, αναλαμβάνει σκιώδης αναπληρωτής πρωθυπουργός του Σμιθ, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως μη χαρισματικός και ανίκανος να χτυπήσει τον Μπλερ. Είναι μια εποχή μεγάλης κρίσης στους κόλπους των Τόρηδων, που δεν θα αργήσει να εξελιχθεί σε ευθεία αμφισβήτηση στον Σμιθ μετά και από το ξέσπασμα του σκανδάλου Betsygate (σ.σ. για το ύψος του μισθού που λάμβανε η σύζυγός του ως γραμματέας του γραφείου του).
Τον Σμιθ διαδέχθηκε το 2003 ο Μάικλ Χάουαρντ (Michael Howard). Ο παλαίμαχος υπουργός των κυβερνήσεων Θάτσερ και Μέιτζορ όρισε τον Ντέιβις σκιώδη υπουργό Εσωτερικών. Στη Βρετανία κυβερνούσε ακόμα ο Τόνι Μπλερ, όμως ο πόλεμος στο Ιράκ είχε πλήξει σημαντικά το ηγετικό του ανάστημα. Παρόλα αυτά, οι Εργατικοί θα κερδίσουν στις εκλογές του 2005. Χάνουν σε αριθμό ψήφων στην Αγγλία, ενώ στο σύνολο της επικράτειας κερδίζουν με το μικρότερο ποσοστό (35,2%) στην ιστορία των Εργατικών.
Ο 63χρονος Χάουαρντ δηλώνει πως θα εκκινήσει τις διαδικασίες διαδοχής του, υποστηρίζοντας ωστόσο πως τα αποτελέσματα αφήνουν ελπίδα στους Τόρις για το μέλλον. Είναι τότε που ανατέλλει το άστρο του φέρελπι Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron), ο οποίος μπαίνει με φόρα στην κούρσα για την ηγεσία των Τόρηδων, την οποία κερδίζει μετά από τρεις γύρους τον Οκτώβριο του 2005.
Βασικός αντίπαλος του Κάμερον σε εκείνη την αναμέτρηση ήταν ο Ντέιβιντ Ντέιβις. Παρόλα αυτά, ο Κάμερον τον κρατά στη θέση του σκιώδους υπουργού Εσωτερικών για άλλα τρία χρόνια. Τόσο μπόρεσε.
Ήταν Ιούνιος του 2008 όταν ο Ντέιβις παραιτήθηκε από τη θέση αυτή, αλλά και από βουλευτής με σκοπό να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές στην περιφέρειά του. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί για τον νέο αντιτρομοκρατικό νόμο των Εργατικών του Μπραουν (ο οποίος στο μεταξύ είχε διαδεχθεί τον Μπλερ), που επέτρεπε την επέκταση σε 48 ώρες της κράτησης υπόπτων χωρίς απαγγελία κατηγοριών.
Η δεκαετία που ξεκίνησε με τον αποτυχημένο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας των Μπους–Μπλερ έκλεινε με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ύστερα από την κατάρρευση της Lehman Brothers. Ο νέος τότε Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα (Barack Obama) υποσχόταν το κλείσιμο των φυλακών του Γκουαντάναμο. Αποδείχθηκε ευκολότερο για τον πρώτο μαύρο πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ να ακολουθήσει την ανορθόδοξη νομισματική πολιτική του τότε πρόεδρου της Fed Μπεν Μπερνάνκι (Ben Bernanke) παρά να αλλάξει τον πυρήνα της αντιτρομοκρατικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον.
Στην Ευρώπη, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις άρχισαν να παραπαίουν, καθώς οι ψηφοφόροι–φορολογούμενοι που ανέλαβαν να σηκώσουν το βάρος των τραπεζικών διασώσεων δεν διέκριναν πλέον διαφορές από τους αυθεντικούς εκφραστές της προ δεκατιών προγραμματικής σύγκλισης νεοσυντηρητισμού και νεοφιλελευθερισμού. Όπως αποδείχθηκε, κανένα παραδοσιακό κόμμα εξουσίας δεν θα έμενε ανέπαφο από τις μετακινήσεις του εκλογικού σώματος και τις γενικότερες πολιτικές ανακατατάξεις που έφερνε η κρίση· αυτό που σήμερα καλείται ανοιχτά «αντισυστημική ψήφος».
Ο συντηρητικός Ντέιβις διατήρησε τη μαχητική του στάση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταγγέλλοντας τους Νέους Εργατικούς μέσω της αρθοργαφίας του και των κοινοβουλευτικών του παρεμβάσεων για το σύνολο της πολιτικής ασφάλειας που εκείνοι προωθούσαν, διευρύνοντας το χάσμα με το παραδοσιακό κοινό τους. Η στάση αυτή του Ντέιβις επαινέθηκε από μερίδα των πιο προοδευτικών ακροατηρίων της χώρας. Ο ίδιος δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση για τα ίδια θέματα (σ.σ. κατάχρηση εξουσίας και καταγγελία βασανιστηρίων σε υπόπτους για τρομοκρατία) και με τον Κάμερον· αναπόφευκτα και με τις πολιτικές ασφάλειας της υπουργού Εσωτερικών που εκείνος διάλεξε, της Τερίσα Μέι.
Στο αποκορύφωμα της κυριαρχίας του ως ο νεώτερος πρωθυπουργός στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Κάμερον είχε επιχειρήσει να βάλει τον Ντέιβις στην κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους του Νικ Κλεγκ (Nick Clegg), κάνοντας άνοιγμα στη λαϊκή δεξιά, αλλά εκείνος προτίμησε να παραμείνει εκτός σε αντίθεση με τον Σμιθ που δέχθηκε υπουργική θέση. Διακεκριμένος θαμώνας στα πίσω έδρανα του Westminster, ο Σμίθ αντιτάχθηκε σε κομβικές οικονομικές επιλογές της πρώτης κυβέρνησης των συντηρητικών από το 1994 (δίδακτρα πανεπιστημίων, μείωση των επιδομάτων τέκνων κ.α.), στρέφοντας τα βέλη του κατά του υπουργού Οικονομικών της εξαετίας Κάμερον, του φιλόδοξου Τζορτζ Όσμπορν (George Osborne).
Αν και ευρωσκεπικιστής, ο οποίος άσκησε κατά καιρούς κριτική στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Ντέιβις έχει αντιτεθεί στην πρόταση για απόσυρση της Βρετανίας από τα 27 κράτη–μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που το συναπαρτίζουν, θεωρώντας ότι μια τέτοια κίνηση ενδεχομένως να ενθάρρυνε χώρες με κακές επιδόσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα να πράξουν αναλόγως.
Η μεγαλύτερη πολιτική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της Βρετανίας βρήκε τον Ντέιβις σθεναρό υποστηρικτή του Brexit στο πλευρό του Μπόρις Τζόνσον (Boris Johnson), επικοινωνώντας τις υπερπατριωτικές κορώνες της προεκλογικής εκστρατείας «Vote Leave». Όταν ο τελευταίος ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι τελικώς υποψήφιος, ο Ντέιβις δήλωσε την υποστήριξή του στο πρόσωπο της Μέι, αποδεικνύοντας πως στη δημοκρατική παράδοση της Γηραιάς Αλβιώνας δεν υπάρχουν αδιέξοδα· ούτε αναστολές
Ο Ντέιβις έγραψε στο μπλογκ του για το σχέδιο φορολογικών περικοπών και ενίσχυσης του εξωτερικού εμπορίου της Βρετανίας, επισημαίνοντας ότι το Λονδίνο δεν θα πρέπει να βιαστεί να επικαλεστεί το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, που ορίζει τη διαδικασία αποχώρησης ενός κράτους–μέλους από την ΕΕ.
Σε άλλη εφημερίδα, αναφέρθηκε στην εποχή που ήταν στο υπουργείο Εξωτερικών, υπεύθυνος για τις διαπραγματεύσεις διεύρυνσης για λογαριασμό της βρετανικής κυβέρνησης. Όπως αποκάλυψε, οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν τότε «γοητευτικό κάθαρμα» («charming bastard»).
Η φράση, που έγινε τίτλος στους Financial Times, ακούστηκε για πρώτη φορά από τα χείλη του Πορτογάλου υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους τον είχε χαρακτηρίσει ως «μάστερ της εποικοδομητικής παρεμπόδισης». Ο Ντέιβις αναφέρεται σε αυτόν ως «φίλο του» με «άτακτο χαρακτήρα». Έως τις 28 Οκτωβρίου 1995 υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας ήταν ο κεντροδεξιός Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο (José Manuel Barroso). Ίσως να ήταν αυτός ο εμπνευστής, ίσως να ήταν ο σοσιαλιστής διάδοχός του· δεν έχει πλέον καμία σημασία.
Μπορεί κανείς να πει ότι αυτές οι αποκαλύψεις απευθύνονται περισσότερο στο εσωτερικό ακροατήριο που αγωνιά να δει πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση του Brexit και, κυρίως, προς το λαϊκό ακροατήριο της Αγγλίας που με την ψήφο του θεώρησε ότι βρήκε σύμμαχο στη δεξιά πτέρυγα των Συντηρητικών κατά του βρετανικού κατεστημένου.
Στη συνέντευξή του ο Ντέιβις φροντίζει να υπενθυμίσει ότι «η Θάτσερ θα στήριζε το Brexit».
Μπορεί, επίσης, κανείς να περιμένει. Τίποτα δεν δείχνει ότι το Brexit θα τελειώσει γρήγορα. Πότε, εξάλλου, οι Ευρωπαίοι κατάφεραν να λύσουν γρήγορα τα προβλήματά τους χωρίς τη βοήθεια ή παρέμβαση των Βρετανών;
Πηγή: CNN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή είναι δυνατόν επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
HELLAS 2 NEWS blogg